- συμβολαιογραφώ
- ασκώ το επάγγελμα του συμβολαιογράφου.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συμβολαιογραφώ — συμβολαιογραφῶ, έω, ΝΜ [συμβολαιογράφος] είμαι συμβολαιογράφος, συντάσσω συμβολαιογραφικές πράξεις … Dictionary of Greek